- χοχλάζω
- βλ. κοχλάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοχλάζω — Ν βλ. κοχλάζω … Dictionary of Greek
αναχοχλακίζω — 1. χοχλάζω, βράζω 2. ειμαι σε αναβρασμό, οργίζομαι … Dictionary of Greek
κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
χοχλός — ο, Ν [χοχλάζω] ανάβλυση νερού από πηγή … Dictionary of Greek
κοχλάζω — και χοχλάζω 1. βράζω με θόρυβο, αναταράσσομαι από το βρασμό. 2. φρ., «Kοχλάζω από το θυμό μου», είμαι σε βρασμό ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)